Σκεπτικό στα δανικά
Μετάφραση: σκεπτικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ræsonnement, begrundelse, argumentation, begrundelsen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπτικό
σκεπτικό συνώνυμα, σκεπτικό συνώνυμο, σκεπτικό της απόφασης, μουσειολογικό σκεπτικό, σκεπτικό απόφασης, σκεπτικό λεξικό γλώσσας δανικά, σκεπτικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκεπτικισμός στα δανικά - skepsis, skepticisme, skeptisk, skeptiske
- σκεπτικιστής στα δανικά - skeptiker, skeptisk, skeptiske, skeptic
- σκεπτικός στα δανικά - eftertænksom, tankefuld, pensive
- σκευοθήκη στα δανικά - skænk, skænk af, skænken, skænk i, sideboard
Τυχαίες λέξεις
Σκεπτικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ræsonnement, begrundelse, argumentation, begrundelsen
Μεταφράσεις: ræsonnement, begrundelse, argumentation, begrundelsen