Σωπαίνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωπαίνω
σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα, σωπαίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωπαίνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωματικός στα βουλγαρικά - физически, физическа, физическо, физическата, физическото
- σωματοφύλακας στα βουλγαρικά - бодигард, телохранител, охрана, бодигарда, бодигардът
- σωρευτικός στα βουλγαρικά - кумулативен, кумулативна, кумулативната, кумулативно, кумулативния
- σωριάζομαι στα βουλγαρικά - разрушение, колапс, срив, крах, срутване, колапса
Τυχαίες λέξεις
Σωπαίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят
Μεταφράσεις: тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят