Σωπαίνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: σωπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þögn, halda, að halda, hafa, haldið, viðurværi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωπαίνω
σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα, σωπαίνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σωπαίνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σωματικός στα ισλανδικά - líkamlega, líkamlegt, líkamleg, eðlisfræðilegan, líkamlegur
- σωματοφύλακας στα ισλανδικά - lífvörður, höfuðvörð
- σωρευτικός στα ισλανδικά - uppsöfnuð, stigvaxandi, uppsafnað, samanlögð, uppsafnaður
- σωριάζομαι στα ισλανδικά - hrun, fall, Bankahrun, hrynja, hruni
Τυχαίες λέξεις
Σωπαίνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þögn, halda, að halda, hafa, haldið, viðurværi
Μεταφράσεις: þögn, halda, að halda, hafa, haldið, viðurværi