Σωπαίνω στα ιταλικά

Μετάφραση: σωπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quiete, silenzio, calma, mantenere, tenere, conservare, continuare, mantenere il
Σωπαίνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωπαίνω

σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα, σωπαίνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, σωπαίνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • σωματικός στα ιταλικά - fisico, fisica, fisiche, fisici, materiale
  • σωματοφύλακας στα ιταλικά - guardia del corpo, bodyguard, bodyguards, guardia, guardie del corpo
  • σωρευτικός στα ιταλικά - cumulativo, cumulativa, cumulativi, cumulato, cumulative
  • σωριάζομαι στα ιταλικά - crollo, fallimento, collasso, crollare, crisi, Collapse, Riduci, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωπαίνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: quiete, silenzio, calma, mantenere, tenere, conservare, continuare, mantenere il