Σωπαίνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: σωπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyla, ramybė, išlaikyti, laikyti, nuolat, saugoti, išsaugoti
Σωπαίνω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωπαίνω

σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα, σωπαίνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σωπαίνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σωματικός στα λιθουανικά - fizinis, fizinė, fizinės, fizinio, fizinį
  • σωματοφύλακας στα λιθουανικά - asmens sargybinis, sargybinis, sargybiniu, bodyguard, asmens sargybiniu
  • σωρευτικός στα λιθουανικά - kumuliacinis, kaupiamasis, sukauptas, kumuliacinės, suvestinis
  • σωριάζομαι στα λιθουανικά - žlugimas, kolapsas, sutraukti, žlugimo, griūties
Τυχαίες λέξεις
Σωπαίνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tyla, ramybė, išlaikyti, laikyti, nuolat, saugoti, išsaugoti