Σωπαίνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σωπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
silêncio, signifique, manter-se completamente
Σωπαίνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωπαίνω

σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα, σωπαίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σωπαίνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σωματικός στα πορτογαλικά - físico, fotografia, física, físicas, físicos, material
  • σωματοφύλακας στα πορτογαλικά - guarda-costas, escolta, bodyguard, guarda, guarda pessoal
  • σωρευτικός στα πορτογαλικά - acumulativo, cumulativa, cumulativo, acumulado, acumulada
  • σωριάζομαι στα πορτογαλικά - crise, colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher
Τυχαίες λέξεις
Σωπαίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: silêncio, signifique, manter-se completamente