Τέντωμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τέντωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтягане, опъвам, участък, стреч, удължаване
Τέντωμα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τέντωμα

τέντωμα σύρματος, τέντωμα αλυσίδας, τέντωμα στην εγκυμοσύνη, τέντωμα συνώνυμα, τέντωμα σώματος, τέντωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τέντωμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τένις στα βουλγαρικά - тенис, тенис на, тениса, за тенис
  • τέντα στα βουλγαρικά - палатка, шатра, десет милиона тон, десет милиардатон, десет милиона тона
  • τέρας στα βουλγαρικά - чудовище, Monster, чудовището, чудовищен
  • τέρμα στα βουλγαρικά - край, краен, цел, края, края на
Τυχαίες λέξεις
Τέντωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разтягане, опъвам, участък, стреч, удължаване