Τέντωμα στα δανικά
Μετάφραση: τέντωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τέντωμα
τέντωμα σύρματος, τέντωμα αλυσίδας, τέντωμα στην εγκυμοσύνη, τέντωμα συνώνυμα, τέντωμα σώματος, τέντωμα λεξικό γλώσσας δανικά, τέντωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- τένις στα δανικά - tennis, tennisbane, bordtennis
- τέντα στα δανικά - telt, teltet, tent, telt er
- τέρας στα δανικά - umenneske, uhyre, monster, uhyret, monsteret
- τέρμα στα δανικά - ende, udgangen, slutningen, enden, afslutningen
Τυχαίες λέξεις
Τέντωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække
Μεταφράσεις: strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække