Ταιριαστός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ταιριαστός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свойствен, привлекателен, подходящ, сроден, Непринудената
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταιριαστός
ταιριαστός συνώνυμα, ταιριαστός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ταιριαστός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ταιριάζω στα βουλγαρικά - мач, среща, съвпадение, в срещата, двубой
- ταιριαστά στα βουλγαρικά - congenially
- τακούνι στα βουλγαρικά - пета, петата, на петата, петите, ток
- τακτικά στα βουλγαρικά - редовно, редовно да, редовно се, регулярно, периодично
Τυχαίες λέξεις
Ταιριαστός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: свойствен, привлекателен, подходящ, сроден, Непринудената
Μεταφράσεις: свойствен, привлекателен, подходящ, сроден, Непринудената