Ταιριαστός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ταιριαστός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicável, agradável, congenial, simpática, simpático, congênita
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταιριαστός
ταιριαστός συνώνυμα, ταιριαστός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταιριαστός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ταιριάζω στα πορτογαλικά - unir, combinar, esteira, fósforo, partida, partido, jogo, ...
- ταιριαστά στα πορτογαλικά - apropriadamente, congenialmente, congenitamente, criando paz
- τακούνι στα πορτογαλικά - calcanhar, ver, salto, talão, tacão, do salto, do calcanhar
- τακτικά στα πορτογαλικά - regularmente, regularizar, regular, periodicamente, regularidade, com regularidade
Τυχαίες λέξεις
Ταιριαστός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aplicável, agradável, congenial, simpática, simpático, congênita
Μεταφράσεις: aplicável, agradável, congenial, simpática, simpático, congênita