Τεντώνομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τεντώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтягане, опъвам, участък, стреч, удължаване
Τεντώνομαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντώνομαι

τεντώνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τεντώνομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τεμπέλης στα βουλγαρικά - ленивци, мързелив, Мързел, мързеливи, Lazy
  • τεντωμένος στα βουλγαρικά - изпънат, издигната, протегнатата, протегната, простряна
  • τεντώνω στα βουλγαρικά - разтягане, опъвам, участък, стреч, удължаване
  • τενόρος στα βουλγαρικά - тенор, Tenor, Срок, Тенорът, тенора
Τυχαίες λέξεις
Τεντώνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разтягане, опъвам, участък, стреч, удължаване