Τεντώνομαι στα δανικά

Μετάφραση: τεντώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække
Τεντώνομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντώνομαι

τεντώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, τεντώνομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τεμπέλης στα δανικά - doven, dovne, lazy, langsom, doven til
  • τεντωμένος στα δανικά - udstrakte, udstrakt, strakt, fremstrakt, udrakt
  • τεντώνω στα δανικά - strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække
  • τενόρος στα δανικά - Tenor, indhold, indholdet, tenoren, Tenorsaxofon
Τυχαίες λέξεις
Τεντώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække