Τρέχω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τρέχω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бягам, тест, скорост, бързина, тичам, вилнеене, силна възбуда, вилнеят, Rampage, възбуда
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέχω
παρέχω συνώνυμο, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω συνώνυμα, παρέχω κλίση, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρέχω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τρέξιμο στα βουλγαρικά - бягане, движение, работа, тичане, течаща
- τρέφω στα βουλγαρικά - одобрят, фураж, храна, фуражи, фуражите
- τρήμα στα βουλγαρικά - отверстие, форамен, изрезка, голямото тилово, преминава гръбначния, който преминава гръбначния
- τρία στα βουλγαρικά - три, трите, трима, от три, на три
Τυχαίες λέξεις
Τρέχω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бягам, тест, скорост, бързина, тичам, вилнеене, силна възбуда, вилнеят, Rampage, възбуда
Μεταφράσεις: бягам, тест, скорост, бързина, тичам, вилнеене, силна възбуда, вилнеят, Rampage, възбуда