Τρέχω στα ισλανδικά

Μετάφραση: τρέχω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hraði, hlaupa, hleypa, Rampage
Τρέχω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέχω

παρέχω συνώνυμο, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω συνώνυμα, παρέχω κλίση, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τρέχω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • τρέξιμο στα ισλανδικά - kapphlaup, gangi, keyra, í gangi, hlaupandi, að keyra
  • τρέφω στα ισλανδικά - næra, fæða, brjósti, á brjósti, fóður, fóðri
  • τρήμα στα ισλανδικά - foramen
  • τρία στα ισλανδικά - þrír, þriggja, þremur, þrjú, þrjár
Τυχαίες λέξεις
Τρέχω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hraði, hlaupa, hleypa, Rampage