Τρέχω στα λιθουανικά

Μετάφραση: τρέχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
greitis, veikti, brūkšnys, dirbti, siautėti, siautėti ir, Rampage, siautėjimas, siautulys
Τρέχω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέχω

παρέχω συνώνυμο, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω συνώνυμα, παρέχω κλίση, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τρέχω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τρέξιμο στα λιθουανικά - bėgimas, veikia, važiavimo, veikimas, bėgimo
  • τρέφω στα λιθουανικά - pašaras, pašarų, pašarai, pašarus, pašaro
  • τρήμα στα λιθουανικά - kanalas, foramen, dėmė
  • τρία στα λιθουανικά - trys, trijų, tris, trejų, trejus
Τυχαίες λέξεις
Τρέχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: greitis, veikti, brūkšnys, dirbti, siautėti, siautėti ir, Rampage, siautėjimas, siautulys