Τρέχω στα τούρκικα

Μετάφραση: τρέχω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
test, hız, sürat, acele, muayene, koşu, çabukluk, tizlik, tantana, rampage, öfke, saldırısı, ne olursa
Τρέχω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέχω

παρέχω συνώνυμο, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω συνώνυμα, παρέχω κλίση, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω λεξικό γλώσσας τούρκικα, τρέχω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • τρέξιμο στα τούρκικα - koşu, çalışan, çalışma, işletme, çalıştıran
  • τρέφω στα τούρκικα - beslemek, besleme, yem, feed, beslemesi, yemi
  • τρήμα στα τούρκικα - foramen, foramenin
  • τρία στα τούρκικα - üç, ç
Τυχαίες λέξεις
Τρέχω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: test, hız, sürat, acele, muayene, koşu, çabukluk, tizlik, tantana, rampage, öfke, saldırısı, ne olursa