Τρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скриптя, лорд, скърцане, скърца, скръц, изскърцване, скърцат
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρίζω
τρίζω δόντια, τρίζω τα δόντια στον ύπνο, τρίζω τα δόντια μου, τρίζω τα δόντια, τρίζω συνώνυμα, τρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τρίαινα στα βουλγαρικά - тризъбец, Trident, тризъбеца, Трайдънт, тризъбци
- τρίβω στα βουλγαρικά - трия, триене, разтриване, разтривка, търкам
- τρίλια στα βουλγαρικά - нитрили, нитрилите, на нитрили
- τρίμηνο στα βουλγαρικά - срок, тримесечие, четвърт, квартал, кв
Τυχαίες λέξεις
Τρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: скриптя, лорд, скърцане, скърца, скръц, изскърцване, скърцат
Μεταφράσεις: скриптя, лорд, скърцане, скърца, скръц, изскърцване, скърцат