Τρίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: τρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наточити, виточити, скрип, молоти, загострити, балачки, журчання, рип, скрипнути, гострити, рипіння, скрипіння
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρίζω
τρίζω δόντια, τρίζω τα δόντια στον ύπνο, τρίζω τα δόντια μου, τρίζω τα δόντια, τρίζω συνώνυμα, τρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρίαινα στα ουκρανικά - тризуб, тризубець
- τρίβω στα ουκρανικά - чистка, щетина, тертися, стиратися, скребти, нишпорити, здирати, ...
- τρίλια στα ουκρανικά - трель, нітрили, нітрил
- τρίμηνο στα ουκρανικά - сесія, термін, умова, строк, чверть, місяць
Τυχαίες λέξεις
Τρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наточити, виточити, скрип, молоти, загострити, балачки, журчання, рип, скрипнути, гострити, рипіння, скрипіння
Μεταφράσεις: наточити, виточити, скрип, молоти, загострити, балачки, журчання, рип, скрипнути, гострити, рипіння, скрипіння