Τρίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: τρίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ihuma, kriiksuma, jutuvada, tuupur, kriiksumine, latrama, plagin, kriiksatus, kriuks, nagisema, kriiks, krudin
Τρίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρίζω

τρίζω δόντια, τρίζω τα δόντια στον ύπνο, τρίζω τα δόντια μου, τρίζω τα δόντια, τρίζω συνώνυμα, τρίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, τρίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τρίαινα στα εσθονικά - ahing, kolmikhark, Trishula, Trident, Tridenti, kolmhark
  • τρίβω στα εσθονικά - kraapima, küürima, kratsima, hõõruma, nühkima, hõõruda, rub, ...
  • τρίλια στα εσθονικά - triller, nitriilid, nitriilide, nitriile, nitriilidest
  • τρίμηνο στα εσθονικά - oskussõna, tähtaeg, semester, kvartal, veerand, kvartalis, kvartali, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ihuma, kriiksuma, jutuvada, tuupur, kriiksumine, latrama, plagin, kriiksatus, kriuks, nagisema, kriiks, krudin