Τροφοδότης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τροφοδότης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доставчик, обществено хранене, за обществено хранене, доставчик на едро, кетъринг
Τροφοδότης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδότης

τροφοδότης σακούλα, τροφοδότησ πλαίσιο, τροφοδότης αριστέας, τροφοδότησ οροφήσ, ασφαλής τροφοδότης, τροφοδότης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τροφοδότης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τροφοδοσία στα βουλγαρικά - хранене, кетъринг, заведенията за хранене, приготвяне на храна, обществено хранене
  • τροφοδοτώ στα βουλγαρικά - гориво, поддържам, Стоук, Stoke, инсулт, работя като огняр
  • τροχαλία στα βουλγαρικά - блок, скрипец, ролка, макара, шайба, макарата
  • τροχιά στα βουλγαρικά - орбита, обикаля около, излизам в орбита, движа се в кръг, кръг на влияние
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδότης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: доставчик, обществено хранене, за обществено хранене, доставчик на едро, кетъринг