Τροφοδότης στα λευκορωσικά

Μετάφραση: τροφοδότης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаўшчык, пастаўцы, пастаўшчыком
Τροφοδότης στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδότης

τροφοδότης σακούλα, τροφοδότησ πλαίσιο, τροφοδότης αριστέας, τροφοδότησ οροφήσ, ασφαλής τροφοδότης, τροφοδότης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τροφοδότης στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • τροφοδοσία στα λευκορωσικά - грамадскае, грамадская, грамадскую, грамадзкае, грамадскі
  • τροφοδοτώ στα λευκορωσικά - гадаваць, есьцi, тапіць, паліць, паліць у
  • τροχαλία στα λευκορωσικά - шкіў, шківа
  • τροχιά στα λευκορωσικά - арбіта
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδότης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пастаўшчык, пастаўцы, пастаўшчыком