Τροφοδότης στα δανικά

Μετάφραση: τροφοδότης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
restauratøren, etablissementer, kok, festmåltider, caterer
Τροφοδότης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδότης

τροφοδότης σακούλα, τροφοδότησ πλαίσιο, τροφοδότης αριστέας, τροφοδότησ οροφήσ, ασφαλής τροφοδότης, τροφοδότης λεξικό γλώσσας δανικά, τροφοδότης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τροφοδοσία στα δανικά - catering, forplejning, catering ved, køkken-, køkkenfaciliteter
  • τροφοδοτώ στα δανικά - fodre, nære, Stoke, proppe, i Stoke, af Stoke, til Stoke
  • τροχαλία στα δανικά - trisse, remskive, remskiven, skive, rullen
  • τροχιά στα δανικά - orbit, kredser, kredsløb, kredse, i kredsløb
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδότης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: restauratøren, etablissementer, kok, festmåltider, caterer