Τροφοδότης στα γερμανικά

Μετάφραση: τροφοδότης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lebensmittellieferant, Gastronom, Caterer, Lebensmittellieferanten
Τροφοδότης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδότης

τροφοδότης σακούλα, τροφοδότησ πλαίσιο, τροφοδότης αριστέας, τροφοδότησ οροφήσ, ασφαλής τροφοδότης, τροφοδότης λεξικό γλώσσας γερμανικά, τροφοδότης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • τροφοδοσία στα γερμανικά - verpflegung, Verpflegung, Gastronomie, Catering, Versorgung
  • τροφοδοτώ στα γερμανικά - feuerungsmaterial, eingabe, brennstoff, futter, papierzuführung, fressen, zufuhr, ...
  • τροχαλία στα γερμανικά - scheibe, winde, rolle, seilrolle, flaschenzug, Flaschenzug, Rolle, ...
  • τροχιά στα γερμανικά - orbit, kugel, kreisbahn, augenhöhle, bereich, rahmen, umlaufbahn, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδότης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lebensmittellieferant, Gastronom, Caterer, Lebensmittellieferanten