Τρυπώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τρυπώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуй, кур, острие, кран, почукване, докоснете, чешмяна, чешмата
Τρυπώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρυπώ

χτυπώ αγγλικά, χτυπώ συνώνυμα, τρυπώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρυπώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τρούφα στα βουλγαρικά - трюфел, трюфели, от трюфели, трюфелите, на трюфели
  • τρυπάνι στα βουλγαρικά - бормашина, тренировка, пробиване, сонда, учение
  • τρυφερός στα βουλγαρικά - нежен, любящ, любяща, ми харесва, обичаме
  • τρυφερότητα στα βουλγαρικά - нежност, чувствителност, болезненост, нежността, крехкост
Τυχαίες λέξεις
Τρυπώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: хуй, кур, острие, кран, почукване, докоснете, чешмяна, чешмата