Τρυπώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: τρυπώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вартість, ціноутворення, кран
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυπώ
χτυπώ αγγλικά, χτυπώ συνώνυμα, τρυπώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρυπώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρούφα στα ουκρανικά - трюфель, трюфеля
- τρυπάνι στα ουκρανικά - свердло, бурав, свердел, дриль, дрель
- τρυφερός στα ουκρανικά - чуттєвий, молодій, ніжний, уразливий, люблячий, молодий, молодої, ...
- τρυφερότητα στα ουκρανικά - кохання, хворобу, прихильність, ласка, любов, ніжність, нежность
Τυχαίες λέξεις
Τρυπώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вартість, ціноутворення, кран
Μεταφράσεις: вартість, ціноутворення, кран