Φασόλι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: φασόλι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боб, фасул, зърна, на зърна, Бийн
Φασόλι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φασόλι

φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ποικιλίες, φασόλι πάτρα, φασόλι ροβίτσα, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φασόλι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • φασκομηλιά στα βουλγαρικά - градински чай, мъдрец, салвия, градински, градинския чай
  • φασκόμηλο στα βουλγαρικά - градински чай, мъдрец, салвия, градински, градинския чай
  • φατρία στα βουλγαρικά - клан, фракция, фракцията, фракции, фракцията на
  • φαυλότητα στα βουλγαρικά - продажност, порочност, нечестието, нечестие, беззаконие, беззаконието
Τυχαίες λέξεις
Φασόλι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: боб, фасул, зърна, на зърна, Бийн