Φασόλι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: φασόλι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гравот, грав, од грав, на грав
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φασόλι
φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ποικιλίες, φασόλι πάτρα, φασόλι ροβίτσα, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, φασόλι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- φασκομηλιά στα σλαβομακεδονικά - мудрец, жалфија, Sage, мудрецот, Sage на
- φασκόμηλο στα σλαβομακεδονικά - мудрец, жалфија, Sage, мудрецот, Sage на
- φατρία στα σλαβομακεδονικά - фракција, фракцијата, фракција на, фракцијата на
- φαυλότητα στα σλαβομακεδονικά - зло, расипаност, беззаконие, злото, нечестието
Τυχαίες λέξεις
Φασόλι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: гравот, грав, од грав, на грав
Μεταφράσεις: гравот, грав, од грав, на грав