Φασόλι στα λιθουανικά
Μετάφραση: φασόλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pupa, pupelė, pupelių, pupelės, bean
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φασόλι
φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ποικιλίες, φασόλι πάτρα, φασόλι ροβίτσα, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, φασόλι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- φασκομηλιά στα λιθουανικά - šalavijas, išminčius, šalavijų, šalavijai
- φασκόμηλο στα λιθουανικά - šalavijas, išminčius, šalavijų, šalavijai
- φατρία στα λιθουανικά - frakcija, Faction, frakcijos
- φαυλότητα στα λιθουανικά - nedorybė, nedorumas, nedorybės, nedorumo
Τυχαίες λέξεις
Φασόλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pupa, pupelė, pupelių, pupelės, bean
Μεταφράσεις: pupa, pupelė, pupelių, pupelės, bean