Αμφιβάλλω στα γαλλικά

Μετάφραση: αμφιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doutez, incertitude, douter, doutent, doute, tiraillement, doutons, indécision, de doute, aucun doute, le doute
Αμφιβάλλω στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω

αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω λεξικό γλώσσας γαλλικά, αμφιβάλλω στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • αμφίβολος στα γαλλικά - précaire, indécis, inconstant, problématique, aléatoire, douteux, suspect, ...
  • αμφίεση στα γαλλικά - habit, ficeler, revêtir, déguisement, costume, configuration, vêtements, ...
  • αμφιβολία στα γαλλικά - incertitude, doute, douter, doutez, tiraillement, doutent, indécision, ...
  • αμφιθέατρο στα γαλλικά - amphithéâtre, l'amphithéâtre, amphithéâtre de, cirque
Τυχαίες λέξεις
Αμφιβάλλω στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: doutez, incertitude, douter, doutent, doute, tiraillement, doutons, indécision, de doute, aucun doute, le doute