Αμφιβάλλω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμφιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
duvidar, dúvida, incerteza, trair, dúvidas, dúvida de, dúvidas de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω
αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμφιβάλλω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμφίβολος στα πορτογαλικά - dúvida, duvidoso, duvidar, aleatório, incerto, dubitável, duvidosa, ...
- αμφίεση στα πορτογαλικά - vestuário, roupa, fato, o fato, do fato
- αμφιβολία στα πορτογαλικά - trair, incerteza, dúvida, duvidar, dúvidas, dúvida de, dúvidas de
- αμφιθέατρο στα πορτογαλικά - anfiteatro, amphitheater, amphitheatre, anfiteatro ao
Τυχαίες λέξεις
Αμφιβάλλω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: duvidar, dúvida, incerteza, trair, dúvidas, dúvida de, dúvidas de
Μεταφράσεις: duvidar, dúvida, incerteza, trair, dúvidas, dúvida de, dúvidas de