Αμφιβάλλω στα δανικά

Μετάφραση: αμφιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvivle, tvivl, tvivl om, i tvivl
Αμφιβάλλω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω

αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω λεξικό γλώσσας δανικά, αμφιβάλλω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμφίβολος στα δανικά - iffy, usikker
  • αμφίεση στα δανικά - tøj, Apparel, beklædning, beklædningsgenstande, beklædningsartikler
  • αμφιβολία στα δανικά - tvivl, tvivle, tvivl om, i tvivl
  • αμφιθέατρο στα δανικά - amfiteater, amfiteatret, amfiteateret
Τυχαίες λέξεις
Αμφιβάλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tvivle, tvivl, tvivl om, i tvivl