Αμφιβάλλω στα νορβηγικά
Μετάφραση: αμφιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tvil, uvisshet, tvile, tvil om, imponerte, tvils, sikkert
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω
αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αμφιβάλλω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αμφίβολος στα νορβηγικά - tvilsom, uviss, utrygg, usikker, iffy, ustabil
- αμφίεση στα νορβηγικά - klær, apparel, undertøy
- αμφιβολία στα νορβηγικά - tvil, tvile, uvisshet, tvil om, imponerte, tvils, sikkert
- αμφιθέατρο στα νορβηγικά - amfi, amfiet, amfiteater, amfiteateret, amphitheater
Τυχαίες λέξεις
Αμφιβάλλω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: tvil, uvisshet, tvile, tvil om, imponerte, tvils, sikkert
Μεταφράσεις: tvil, uvisshet, tvile, tvil om, imponerte, tvils, sikkert