Αναστεναγμός στα γαλλικά
Μετάφραση: αναστεναγμός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soupir, soupirer, soupirant, en soupirant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστεναγμός
αναστεναγμός translation, αναστεναγμός αγγλικά, αναστεναγμός λεξικό γλώσσας γαλλικά, αναστεναγμός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αναστατώνω στα γαλλικά - dérangement, renverser, bouleversent, inquiéter, indisposer, bouleversai, bousculer, ...
- αναστενάζω στα γαλλικά - soupir, soupirer, soupirant, en soupirant
- αναστηλώνω στα γαλλικά - agrandir, aggravation, restaurer, provoquer, ranimer, augmentation, levons, ...
- αναστολή στα γαλλικά - ajournement, allongement, diminution, répit, ajourner, accrochage, suspension, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστεναγμός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: soupir, soupirer, soupirant, en soupirant
Μεταφράσεις: soupir, soupirer, soupirant, en soupirant