Αναστεναγμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναστεναγμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atodūsis, aikčioti, atsidusti, ošti, atsidusimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστεναγμός
αναστεναγμός translation, αναστεναγμός αγγλικά, αναστεναγμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναστεναγμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναστατώνω στα λιθουανικά - konfūzyti, Wzburzenie, Uztraukt, Wzburzyć, Piedzirdīt
- αναστενάζω στα λιθουανικά - atodūsis, aikčioti, atsidusti, ošti, atsidusimas
- αναστηλώνω στα λιθουανικά - sklaidytis, atkurta, atkurtas, atkurtos, atstatyti, atstatytas
- αναστολή στα λιθουανικά - pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos
Τυχαίες λέξεις
Αναστεναγμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atodūsis, aikčioti, atsidusti, ošti, atsidusimas
Μεταφράσεις: atodūsis, aikčioti, atsidusti, ošti, atsidusimas