Αναστεναγμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναστεναγμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suspirar, suspiro, sigh, suspiro de, suspirando
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστεναγμός
αναστεναγμός translation, αναστεναγμός αγγλικά, αναστεναγμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναστεναγμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναστατώνω στα πορτογαλικά - virada, tresandar, afobação, afobar, perturbar, enervar, fluster
- αναστενάζω στα πορτογαλικά - suspirar, suspiro, sigh, suspiro de, suspirando
- αναστηλώνω στα πορτογαλικά - repor, erguer, altear, elevar, cultivar, restituir, instaurar, ...
- αναστολή στα πορτογαλικά - abatimento, suspensão, desconto, pausa, de suspensão, suspensão de, suspens�, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστεναγμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: suspirar, suspiro, sigh, suspiro de, suspirando
Μεταφράσεις: suspirar, suspiro, sigh, suspiro de, suspirando