Δύστροπος στα γαλλικά

Μετάφραση: δύστροπος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
récalcitrant, pleurnicheur, acariâtre, rechigné, rétif, mutin, revêche, mégère, shrewish, acariâtres, mégères
Δύστροπος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύστροπος

δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό γλώσσας γαλλικά, δύστροπος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • δύσκολος στα γαλλικά - corsé, piégeant, fallacieux, frauduleux, subreptice, endurant, difficile, ...
  • δύσπιστος στα γαλλικά - sceptique, pyrrhonien, incrédule, incrédules, incrédulité, d'incrédulité
  • δύσχρηστος στα γαλλικά - incontrôlable, impossible, intraitable, indisciplinable, rebelle, insoluble, insolubles, ...
  • δύτης στα γαλλικά - plongeur, scaphandrier, plongeurs, plongée, diver, plongeur de
Τυχαίες λέξεις
Δύστροπος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: récalcitrant, pleurnicheur, acariâtre, rechigné, rétif, mutin, revêche, mégère, shrewish, acariâtres, mégères