Δύστροπος στα νορβηγικά
Μετάφραση: δύστροπος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύστροπος
δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δύστροπος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- δύσκολος στα νορβηγικά - listig, tornet, seig, vrien, vanskelig, bølle, tung, ...
- δύσπιστος στα νορβηγικά - skeptiker, vantro, tvil, tvilende, skeptisk, vantro at
- δύσχρηστος στα νορβηγικά - problematiske, intraktabel, umedgjørlig, umedgjørlige, vanskelige
- δύτης στα νορβηγικά - dykker, dykkeren, dykkere, dykke, diver
Τυχαίες λέξεις
Δύστροπος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: shrewish
Μεταφράσεις: shrewish