Δύστροπος στα δανικά
Μετάφραση: δύστροπος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arrig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύστροπος
δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό γλώσσας δανικά, δύστροπος στα δανικά
Μεταφράσεις
- δύσκολος στα δανικά - hård, vanskelig, svær, vanskeligt, svært, vanskelige, vanskeligere
- δύσπιστος στα δανικά - vantro, Smiil, skeptisk, skeptiske
- δύσχρηστος στα δανικά - umedgørlig, intraktabel, genstridig, genstridige, uløselige
- δύτης στα δανικά - frømand, dykker, diver, dykkeren, dykkerens
Τυχαίες λέξεις
Δύστροπος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arrig
Μεταφράσεις: arrig