Δύστροπος στα σουηδικά
Μετάφραση: δύστροπος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύστροπος
δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό γλώσσας σουηδικά, δύστροπος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δύσκολος στα σουηδικά - listig, slug, svår, svårt, stel, kinkig, seg, ...
- δύσπιστος στα σουηδικά - incredulous, skeptisk, skeptiska, klentrogen, misstrogen
- δύσχρηστος στα σουηδικά - intractable, svårbehandlad, svår, svårlösta, svårbehandlade
- δύτης στα σουηδικά - dykare, dykaren, diver, dyka
Τυχαίες λέξεις
Δύστροπος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: shrewish
Μεταφράσεις: shrewish