Αγιοπρεπής στα γερμανικά
Μετάφραση: αγιοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heilig, agioprepis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοπρεπής
αγιοπρεπής λεξικό γλώσσας γερμανικά, αγιοπρεπής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αγενής στα γερμανικά - vorlaut, unbearbeitet, grob, roh, unhöflich, primitiv, primitive, ...
- αγιοποιώ στα γερμανικά - heiligen, weihen, zu heiligen, heilige, heiligt
- αγιότητα στα γερμανικά - heiligkeit, Heiligkeit, die Heiligkeit, Heiligung, der Heiligkeit
- αγκάθι στα γερμανικά - grat, kerbverzahnung, dorn, wirbelsäule, rückgrat, gebirgsgrat, stachel, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγιοπρεπής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: heilig, agioprepis
Μεταφράσεις: heilig, agioprepis