Αγιοπρεπής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αγιοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοπρεπής
αγιοπρεπής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγιοπρεπής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγενής στα πορτογαλικά - agreste, cru, rude, bronco, parece rude, rudes, grosseiro, ...
- αγιοποιώ στα πορτογαλικά - santificar, santificai, santificá, santifique, santifico
- αγιότητα στα πορτογαλικά - santidade, a santidade, de santidade, santificação
- αγκάθι στα πορτογαλικά - pico, esta, espinho, estrepe, isto, este, espinhos, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγιοπρεπής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agioprepis
Μεταφράσεις: agioprepis