Αγιοπρεπής στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγιοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Αγιοπρεπής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγιοπρεπής

αγιοπρεπής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγιοπρεπής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγενής στα ολλανδικά - onbewerkt, rauw, honds, grof, onbehouwen, ruw, guur, ...
  • αγιοποιώ στα ολλανδικά - heiligen, te heiligen, heiligt, heilig, heilige
  • αγιότητα στα ολλανδικά - heiligheid, de heiligheid, heiliging, heiligmaking, heilige
  • αγκάθι στα ολλανδικά - stekel, doorn, spin, prikkel, wervelkolom, Thorn, doornen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγιοπρεπής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: agioprepis