Αγιοπρεπής στα εσθονικά

Μετάφραση: αγιοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühaklik, pühakusarnane, agioprepis
Αγιοπρεπής στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγιοπρεπής

αγιοπρεπής λεξικό γλώσσας εσθονικά, αγιοπρεπής στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αγενής στα εσθονικά - ebaviisakas, jäme, tahumatu, ebaviisakaks, rude
  • αγιοποιώ στα εσθονικά - kanoniseerima, pühitsema, pühitseda, pühitsege, pühitsegu, pühitsen
  • αγιότητα στα εσθονικά - pühadus, vagadus, pühaduse, pühaduses, pühadusest, pühadusega
  • αγκάθι στα εσθονικά - selg, okas, oga, selgroog, Thorn, teravikku, kibuvitsust, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγιοπρεπής στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pühaklik, pühakusarnane, agioprepis