Αγιοπρεπής στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγιοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безгрішний, agioprepis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοπρεπής
αγιοπρεπής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγιοπρεπής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγενής στα ουκρανικά - образливий, міцний, нетактовність, нечемний, брутальний, раптовий, грубий, ...
- αγιοποιώ στα ουκρανικά - канонізуйте, освячувати, освячуватимуть, освячуватиме
- αγιότητα στα ουκρανικά - святиня, святість, святості
- αγκάθι στα ουκρανικά - гребінь, корінець, колючка, хребет, шип, сутність, шпилька, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγιοπρεπής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: безгрішний, agioprepis
Μεταφράσεις: безгрішний, agioprepis