Αποδοκιμάζω στα γερμανικά
Μετάφραση: αποδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tadeln, missbilligen, ablehnen, mißbilligen, lehnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοκιμάζω
αποδοκιμάζω συνώνυμα, αποδοκιμάζω βικιλεξικο, αποδοκιμάζω συνώνυμο, αποδοκιμάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποδοκιμάζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αποδημία στα γερμανικά - abwanderung, völkerwanderung, umzug, wanderung, migration, Migration, Wanderung, ...
- αποδημώ στα γερμανικά - übertragen, auswandern, abwandern, emigrieren, transportieren, wandern, auszuwandern, ...
- αποδοκιμασία στα γερμανικά - ungunst, Missbilligung, Ablehnung, Missfallen
- αποδοτικός στα γερμανικά - wirkungsvoll, leistungsfähig, vergeltend, effizient, belohnend, wirtschaftlich, effiziente, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: tadeln, missbilligen, ablehnen, mißbilligen, lehnen
Μεταφράσεις: tadeln, missbilligen, ablehnen, mißbilligen, lehnen