Αποδοκιμάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boe, afkeuren, keuren, afkeurt, keur, af te keuren
Αποδοκιμάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοκιμάζω

αποδοκιμάζω συνώνυμα, αποδοκιμάζω βικιλεξικο, αποδοκιμάζω συνώνυμο, αποδοκιμάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποδοκιμάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποδημία στα ολλανδικά - migratie, de migratie, migratiebeleid, migratie van, trek
  • αποδημώ στα ολλανδικά - uittrekken, rondtrekken, rondreizen, trekken, emigreren, uitwijken, te emigreren, ...
  • αποδοκιμασία στα ολλανδικά - verwerping, wraking, afkeuring, Disapproval, was Disapproval, waren Disapproval, de afkeuring
  • αποδοτικός στα ολλανδικά - werkend, doelmatig, doeltreffend, efficiënte, efficiënt, efficiënter, doeltreffende
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boe, afkeuren, keuren, afkeurt, keur, af te keuren