Αποδοκιμάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepritarti, nepatvirtinti, nepritaria, nepritariame, nepalankiai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοκιμάζω
αποδοκιμάζω συνώνυμα, αποδοκιμάζω βικιλεξικο, αποδοκιμάζω συνώνυμο, αποδοκιμάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποδοκιμάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποδημία στα λιθουανικά - migracija, migracijos, migraciją, perėjimo, išsiskyrimo
- αποδημώ στα λιθουανικά - emigruoti, emigruoja, išvykti, emigruos, išvyksta
- αποδοκιμασία στα λιθουανικά - nepritarimas, nepritarimą, nepatvirtinimą, nesutikimą, jam nepalankus
- αποδοτικός στα λιθουανικά - efektyvus, veiksminga, veiksmingas, veiksmingai, veiksmingą
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nepritarti, nepatvirtinti, nepritaria, nepritariame, nepalankiai
Μεταφράσεις: nepritarti, nepatvirtinti, nepritaria, nepritariame, nepalankiai