Αποδοκιμάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виженіть, осудити, не затверджувати, не затверджувати такий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοκιμάζω
αποδοκιμάζω συνώνυμα, αποδοκιμάζω βικιλεξικο, αποδοκιμάζω συνώνυμο, αποδοκιμάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποδοκιμάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποδημία στα ουκρανικά - еміграція, еміграційний, міграція, міграції
- αποδημώ στα ουκρανικά - перелітний, емігрувати, мігруючий, емігруйте, переїхати, переселенець, переїжджати
- αποδοκιμασία στα ουκρανικά - незгода, осуд, несхвалення
- αποδοτικός στα ουκρανικά - оперативний, продуктивний, вправний, ефективний, найефективніший, ефективніший
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виженіть, осудити, не затверджувати, не затверджувати такий
Μεταφράσεις: виженіть, осудити, не затверджувати, не затверджувати такий