Αποδοκιμάζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αποδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
не ўхваляць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοκιμάζω
αποδοκιμάζω συνώνυμα, αποδοκιμάζω βικιλεξικο, αποδοκιμάζω συνώνυμο, αποδοκιμάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποδοκιμάζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αποδημία στα λευκορωσικά - міграцыя, міграцыі
- αποδημώ στα λευκορωσικά - эміграваць, эмігрыраваць, жаданьне эміграваць, эміграваць спачатку, эміграваць за
- αποδοκιμασία στα λευκορωσικά - незадавальненне, неўхваленне, неадабрэнне, асуджэнне, незадаволенасць
- αποδοτικός στα λευκορωσικά - эфектыўны, эфэктыўны
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: не ўхваляць
Μεταφράσεις: не ўхваляць