Αποδοκιμάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποδοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vaiar, desaprovar, reprovar, desaprovam, desaprova, desaprovo
Αποδοκιμάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοκιμάζω

αποδοκιμάζω συνώνυμα, αποδοκιμάζω βικιλεξικο, αποδοκιμάζω συνώνυμο, αποδοκιμάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδοκιμάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποδημία στα πορτογαλικά - migração, de migração, a migração, migrações, migração de
  • αποδημώ στα πορτογαλικά - emergência, migre, emigrante, emigrar, emigram, emigração, emigrarem, ...
  • αποδοκιμασία στα πορτογαλικά - desapontamento, desaprovação, reprovação, a desaprovação, desagrado, desacordo
  • αποδοτικός στα πορτογαλικά - eficiente, eficaz, eficientes, eficiência, eficazes
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vaiar, desaprovar, reprovar, desaprovam, desaprova, desaprovo